προσκατάβλημα

προσκατάβλημα
τὸ, Α [προσκαταβάλλω]
1. αυτό που καταβάλλεται επί πλέον
2. στον πληθ. τὰ προσκαταβλήματα
τα χρήματα που καταβάλλονται από άλλες πηγές προκειμένου να αναπληρωθεί έλλειμμα που υπάρχει στις προσόδους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προσκατάβλημα — that which is paid besides neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκαταβλήματα — προσκατάβλημα that which is paid besides neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκαταβλήματ' — προσκαταβλήματα , προσκατάβλημα that which is paid besides neut nom/voc/acc pl προσκαταβλήματι , προσκατάβλημα that which is paid besides neut dat sg προσκαταβλήματε , προσκατάβλημα that which is paid besides neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτικατάβλημα — ατος, τὸ, Α (δωρ. τ.) τό προσκατάβλημα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + κατάβλημα (< καταβάλλω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”